νοσωδῶς

νοσωδῶς
νοσώδης
sickly
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» …   Dictionary of Greek

  • νοσακερός — νοσακερός, ά, όν (Α) φιλάσθενος. επίρρ... νοσακερῶς (Α) (κατά τον Φώτ.) «μαλακῶς, νοσωδῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κωμική που έχει σχηματιστεί από το νόσος με την εκφραστική παρέκταση ακ + κατάλ. ερός (πρβλ. διψακ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυφερώδης — ῶδες, Α [τρυφερός] (κατά τον Ησύχ.) «τρυφερός, μαλακός». επίρρ... τρυφερωδῶς Α (κατά τον Φώτ.) «μαλακωδῶς, νοσωδῶς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”